ευκατόρθωτος

ευκατόρθωτος
-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)
αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐκατόρθωτος — easily effected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατόρθωτον — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem acc sg εὐκατόρθωτος easily effected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατορθώτους — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατορθώτων — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατόρθωτα — εὐκατόρθωτος easily effected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατόρθωτοι — εὐκατόρθωτος easily effected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήνυτος — εὐήνυτος, ον (Α) αυτός που φτάνει εύκολα σε πέρας, ο ευκατόρθωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήνυτος < ανύτω*] …   Dictionary of Greek

  • εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”